παρεμπλέκειν

παρεμπλέκειν
παρά-ἐμπλέκω
plait
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεμπλέκω — Α [εμπλέκω] 1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων 2. μέσ. παρεμπλέκομαι α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος 3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”